Σατυρικά — Σατυρικός suiting a Satyr neut nom/voc/acc pl Σατυρικά̱ , Σατυρικός suiting a Satyr fem nom/voc/acc dual Σατυρικά̱ , Σατυρικός suiting a Satyr fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατυρικάς — Σατυρικά̱ς , Σατυρικός suiting a Satyr fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυρικάς — σατυρικά̱ς , σατυρικός suiting a Satyr fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BION — I. BION Borysthenites Philosophus, et Sophista callidus, Philosophiam variô orationis flore vestivit. Laertius, l. 4. c. 46. Fertur hic dixifle ad eum, qui fundos suos ingluvie voraverat, Terra Amphiaraum absorbuit, sed terr am tu. Auditor… … Hofmann J. Lexicon universale
Πρατίνας — (περ. 540 π.X. – περ. 470). Αρχαίος τραγικός ποιητής από τον Φλειούντα, ο οποίος θεωρείται από την παράδοση δημιουργός του σατυρικού δράματος (το οποίο όμως υπήρχε αφαλώς και πριν από αυτόν, αλλά όχι σε έντεχνη μορφή). Ξανάδωσε στους χορούς των… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
θήραιον — και κατά τον Ευστ. θηραῑον, τὸ (Α) το θηραϊκόν, φόρεμα που φορούσαν στα σατυρικά δράματα στην Αθήνα και που επινοήθηκε στη νήσο Θήρα ή ήταν ανάλογο με την αμφίεση τών Θηραίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θήρα] … Dictionary of Greek
θηραϊκός — ή, ό (Α θηραϊκός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή κατοικεί στο νησί Θήρα είτε κατάγεται ή προέρχεται από αυτό, σαντορινιός, σαντορινέικος νεοελλ. 1. φρ. «θηραϊκή γη» η ηφαιστειακή σποδός που καλύπτει τη νήσο Θήρα και που προέρχεται από… … Dictionary of Greek
ιθύφαλλος — Ομοίωμα του ανδρικού γεννητικού μορίου, που έφεραν οι θιασώτες στα Μεγάλα Διονύσια ως σύμβολο της γονιμότητας και της αναπαραγωγής και ως ευχή για τον πολλαπλασιασμό των κατοίκων της πόλης. Στη γιορτή των Θεσμοφορίων, κατά την τέλεση δημόσιων… … Dictionary of Greek
ιξαλή — ἰξαλῆ και ἰξάλη, ἡ (Α) [ίξαλος] 1. δέρμα κατσίκας 2. ένδυμα υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», Πολυδ.) … Dictionary of Greek